μπουχτίζω — μπουχτίζω, μπούχτισα, μπουχτισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπουχτίζω — (λ. τουρκ.), μπούχτισα, μπουχτισμένος 1. έχω χορτάσει και δεν μπορώ να φάω περισσότερο, αηδιάζω: Τις μπούχτισα τις φακές. 2. μτφ., δεν μπορώ να ανεχτώ πια μια κατάσταση: Μπούχτισα να διαβάζω για τις εξετάσεις. 3. μτβ., κάνω κάποιον να νιώσει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδέω — ἀδέω (Α) είμαι κορεσμένος, αισθάνομαι βάρος ή αηδία για κάτι, μπουχτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποθ. τ. ενεστώτος, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στον αόρ. (ᾱδήσειε) και στον παρακμ. (ᾱδηκότες). Αβέβαιης ετυμολογίας. Σημασιολογικά και μορφολογικά φαίνεται να… … Dictionary of Greek
καταχορταίνω — (Μ καταχορταίνω) 1. χορταίνω πολύ ή κάνω κάποιον να χορτάσει εντελώς την πείνα του 2. βαριέμαι, μπουχτίζω 3. παρέχω σε κάποιον κάτι σε μεγάλη ποσότητα, γεμίζω κάποιον με κάτι 4. απολαμβάνω πολύ κάτι ώς τον κορεσμό, καμαρώνω, χαίρομαι κάποιον ή… … Dictionary of Greek
μούχτι — και μπούχτι, το 1. χορτασμός. 2. (στην Κύπρο) (ως επίρρ.) δωρεάν, τζάμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μπουχτίζω] … Dictionary of Greek
μπούχτισμα — το [μπουχτίζω] κορεσμός και αηδία, ιδίως από πολύ φαγητό … Dictionary of Greek
πήζω — Ν 1. κάνω κάτι να στερεοποιηθεί, να μεταβληθεί από ρευστό σε στερεό («πήζω το γάλα») 2. μεταβάλλομαι από ρευστό σε στερεό («έπηξε η κρέμα») 3. μτφ. α) (για χώρο) γεμίζω πάρα πολύ, γεμίζω ασφυκτικά (α. «έπηξε η πλατεία από κόσμο» β. «έπηξε η… … Dictionary of Greek
παραχορταίνω — 1. (αμτβ.) χορταίνω υπέρμετρα, χορταίνω πάρα πολύ, ώς τον κορεσμό 2. μτφ. απολαμβάνω κάτι πέρα από τα όρια, μπουχτίζω («παραχορτάσαμε τις διασκεδάσεις» 3. (μτβ.) χορταίνω κάποιον περισσότερο από όσο πρέπει, κάνω κάποιον να χορτάσει υπερβολικά … Dictionary of Greek
προσκόπτω — ΝΜΑ [κόπτω] προσκρούω, συνήθως με τα πόδια, επάνω σε ένα αντικείμενο, σκοντάφτω νεοελλ. μτφ. συναντώ προσκόμματα, εμπόδια, αδυνατώ να προχωρήσω εξαιτίας δυσχερειών που παρεμβάλλονται στην προσπάθειά μου (α. «η επιχείρηση προσκόπτει στην… … Dictionary of Greek
χορταίνω — Ν 1. τρώω ώσπου να έλθει ο κορεσμός 2. γεμίζω («τα πλοία... που ως να ήπιαν φως κι έχουν χορτάσει», Γρυπ.) 3. μτφ. α) απολαμβάνω κάτι ώσπου να έλθει ο κορεσμός («χόρτασα φέτος χορό») β) μπουχτίζω, αηδιάζω («χόρτασα πια τις ψευτιές του») 4. παροιμ … Dictionary of Greek